- ξυλάλευρο
- τοχημ. προϊόν λεπτότατου διαμερισμού τού ξύλου, λεπτή σκόνη ξύλου που παράγεται με άλεση ή συντριβή απορριμμάτων τής ξυλείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. farine de bois].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονιοδυναμίτιδα — η εκρηκτική ύλη αποτελούμενη από νιτρογλυκερίνη, νιτρικό αμμώνιο και ξυλάλευρο ή ξυλάνθρακα … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… … Dictionary of Greek